Είναι Σεπτέμβριος του 1944. Στις 4 του μηνός, τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρούν από την Μεσσηνία και τους γειτονικούς νομούς Λακωνίας και Ηλείας, με κατεύθυνση την Τρίπολη και την Κόρινθο. Την πόλη των Καλαμών υπεράσπιζε δύναμις 600 ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας και 200 της Ε.Β. Χωροφυλακής, υπό την διοίκηση του Νομάρχου Δημητρίου Περρωτή. Την επομένη ημέρα, οι κομμουνισταί ζώνουν την πόλη. Επικεφαλής τους είναι ο απεσταλμένος του κόμματος από την Αθήνα, Νίκος Μπελογιάννης, που ζητά επιτακτικά την παράδοση της πόλεως. Ο Νομάρχης, με την συναίνεση των υπολοίπων τοπικών παραγόντων, αρνήθηκε ρητά και κατηγορηματικά. Έτσι, τα ξημερώματα της 9ης Σεπτεμβρίου, τα κόκκινα θηρία χίμηξαν στην Καλαμάτα. Η υπεροχή τους σε έμψυχο υλικό, σε πυροβολικό και σε βαρέα όπλα ήταν συντριπτική. Μοιραία, λοιπόν, μέχρι το βράδυ τα περισσότερα φυλάκια και οι συνοικίες της πόλεως έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Ως τα μεσάνυχτα είχε μείνει απόρθητη η περιοχή του κέντρου της Καλαμάτας, όπου ευρισκόταν η Διοίκηση Χωροφυλακής. Εκεί, λοιπόν, είχαν συγκεντρωθεί οι αρχές, οι εναπομείναντες μαχητές και πολλοί τρομοκρατημένοι πολίτες. Ο κλοιός έσφιγγε συνεχώς γύρω τους. Οι ώρες ήταν κρίσιμες και οι αποφάσεις δεν είχαν την πολυτέλεια να περιμένουν. Μετά από σύσκεψη, αποφασίστηκε ομοφώνως η απελπισμένη έξοδος των δυνάμεων προς τον σιδηροδρομικό σταθμό και από κει η αναχώρηση προς τον ελεύθερο Μελιγαλά. Πράγματι, μετά από λίγο έγινε η έξοδος και περίπου 1.000 εθνικισταί κατάφεραν να φθάσουν στον Μελιγαλά. Εκεί θα δινόταν η κρίσιμη μάχη!
Η μάχη άρχισε στις 13 Σεπτεμβρίου, με μια μανιασμένη μαζική επίθεση των ορδών του Άρη Βελουχιώτη. Η άμυνα του ηρωικού Μελιγαλά ήταν πολύ καλά οργανωμένη. Περίπου 700 μαχητές ήταν κατανεμημένοι σε διάφορα οχυρά σημεία και αμύνονταν με τον παραδοσιακό ελληνικό τρόπο. Επικεφαλής των εθνικών δυνάμεων ήταν ο ταγματάρχης Δ. Παπαδόπουλος. Ο απολογισμός της πρώτης ημέρας της μάχης, ήταν αρνητικός για τους συμμορίτες, εφόσον όχι μόνον αποκρούστηκε η επίθεσή τους, αλλά ετράπησαν και σε άτακτη φυγή μετά από την αντεπίθεση των εθνικιστών, ενώ κυριεύθησαν 12 οπλοπολυβόλα τους.
Την επομένη, ανήμερα του Σταυρού, οι συμμορίτες πραγματοποιούν νέα επίθεση, ενισχυμένοι με βολές πυροβολικού και όλμους. Ωστόσο, η άμυνα του Μελιγαλά καλά κρατεί. Αλλά, με σημαντικές απώλειες: 9 νεκροί και 23 τραυματίες. Το βράδυ της ιδίας, γίνεται ένας πρόχειρος απολογισμός και διαπιστώνεται ότι τα πυρομαχικά εξαντλούνται. Είναι φανερό, πως οι επόμενες ώρες αναπόφευκτα θα είναι οι τελευταίες για την άμυνα της κωμοπόλεως. Ωστόσο, κανείς δεν δειλιάζει και δεν κουνιέται από τη θέση του. Τηρώντας πιστά την πανάρχαια ελληνική πολεμική παράδοση, οι εθνικιστές είναι αποφασισμένοι να πέσουν μέχρι ενός!
Η επίθεση των συμμοριτών αρχίζει πρωί-πρωί στις 15 Σεπτεμβρίου. Οι υπερασπιστές της κωμοπόλεως και της τιμής του Έθνους ρίχνουν τα τελευταία φυσίγγιά τους. Οι πολιορκητές του Μελιγαλά, κρίνοντας από την συχνότητα των πυροβολισμών, καταλαβαίνουν ότι τα πυρομαχικά των εθνικιστών όπου να’ ναι τελειώνουν και πυκνώνουν τις επιθέσεις τους. Παράλληλα, δουλεύει και το χωνί, το οποίο ουρλιάζει: «παραδοθείτε, ο αγώνας σας είναι μάταιος. Ο Άρης σας δίνει το λόγο της τιμής του, δεν θα σας πειράξει κανείς». Αν είναι δυνατόν να έχουν τιμή οι άτιμοι…
Κατά το μεσημέρι, ο επικεφαλής των εθνικών δυνάμεων Δ. Παπαδόπουλος, που τρέχει από φυλάκιο σε φυλάκιο για να εμψυχώσει τους αμυνομένους, τραυματίζεται βαριά στην κοιλιακή χώρα και αποσύρεται από την μάχη. Ήταν η αρχή του τέλους. Στις 12:30, σταματάει το τουφεκίδι. Τα πυρομαχικά τελείωσαν! Λίγη ώρα αργότερα, οι συμμορίτες μπαίνουν στον Μελιγαλά! Πρώτος τους στόχος το νοσοκομείο. Εκεί κατασφάζουν όλους τους τραυματίες, 41 τον αριθμό. Ακολουθούν επιλεγμένες σφαγές σημαινόντων εθνικιστών παντού, στους δρόμους, στις πλατείες, στα σπίτια κ.τ.λ.
Εν συνεχεία, συγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους και τους μαχητές σ’ έναν περιφραγμένο χώρο με υψηλή μάντρα, στο επονομαζόμενο «Μπεζεστένι». Τους υποχρεώνουν να βγάλουν τα ρούχα τους (εκτός από το εσώρουχο) και τα παπούτσια τους και τους κρατούν εκεί ημίγυμνους, άρα πλήρως εξουδετερωμένους. Έξω από την μάντρα μαζεύονται συμμορίτες που έχουν προσέλθει από άλλες περιοχές και σαν λυσσασμένα όρνεα μπαίνουν μέσα και αρπάζουν όποιον βάζουν στο μάτι. Τον βγάζουν έξω από το «Μπεζεστένι» και τον σφάζουν αμέσως, εκεί μπροστά στα μάτια όλων, υπό τις σπαρακτικές κραυγές των πανικοβλημένων γυναικοπαίδων. Ο αιμοχαρής «αρχικαπετάνιος», παρακολουθεί τις σκηνές καβάλα στ’ άλογό του (για να έχει πλήρη οπτική επαφή) και γελά με σαδιστική μανία. Γελά με το μαρτύριο των Ελλήνων και παροτρύνει όσους βλέπει διστακτικούς να πάρουν κι αυτοί από έναν «μεζέ». Ανθρώπινο «μεζέ»! Η πλήρης αποκτήνωσις!
Την ίδια ώρα, άλλοι κομμουνισταί, οι έχοντες τις μεγαλύτερες ικανότητες κατσαπλιαδισμού, μπαίνουν στα άδεια σπίτια και αρπάζουν ότι βρουν. Μόλις τελειώνουν το απίστευτο όργιο λεηλασίας, βάζουν και φωτιά! Οι εντολές που έχουν πάρει από τον διεστραμμένο αρχιεγκληματία Βελουχιώτη είναι σαφείς: Να μην μείνει στον Μελιγαλά λίθος επί λίθου! Φωτιά και μαχαίρι!
Το σχέδιο εξοντώσεως των Ελλήνων προχωράει ταχύτατα παραπέρα. Μετά από μια σύντομη προσωπική επιθεώρηση των χώρων γύρω από τον Μελιγαλά, ο διεστραμμένος κτηνάνθρωπος Βελουχιώτης εντοπίζει το κατάλληλο χώρο για την σφαγή. Πρόκειται για μια δεξαμενή βάθους 16 μέτρων και πλάτους 4, ένα ημιτελές έργο προς ύδρευση του Μελιγαλά, με την ονομασία «Πηγάδα», που ευρίσκεται στα νοτιοδυτικά της κωμοπόλεως. Επιστρέφει στο «Μπεζεστένι», μαζεύει τους συμμορίτες του και τους αποκαλύπτει το σχέδιό του, που αμέσως μετά μπαίνει σε εφαρμογή. Οι κρατούμενοι, δένονται τρεις-τρεις με καλώδια και σύρματα και μόλις φθάσουν την μια εκατοντάδα οδηγούνται πεζοί προς τον τόπο του μαρτυρίου τους, ο οποίος απέχει κοντά στα 2 χιλιόμετρα. Όποιος κοντοστέκεται χτυπιέται άγρια από τους συνοδούς με βούρδουλες, όποιος πέφτει μαχαιρώνεται επιτόπου, μαζί με τους συνδεσμώτες του. Στο δρόμο, μανιασμένοι κομμουνισταί ουρλιάζουν υστερικά: Θάνατος! Θάνατος στους φασίστες!
Στο χείλος της «Πηγάδας», περιμένουν οι δήμιοι. Είναι οι πιο φανατισμένοι, οι πιο άγριοι, οι πιο αξιόπιστοι κομμουνισταί, αυτοί που δουλεύουν καλά το μαχαίρι και το κονσερβοκούτι, οι πιο πεπειραμένοι χασάπηδες του ελληνικού λαού. Μόλις φθάσουν εκεί, οι συνοδοί λύνουν τους κρατουμένους, κι ένας-ένας οδηγείται στο στόμιο της «Πηγάδας». Οι σφαγείς, με σβέλτες κινήσεις πιάνουν τα θύματά τους από τα μαλλιά και τους χαράζουν βαθιά στο λαιμό. Μετά, τους πετάνε μέσα στην Πηγάδα. Οι πρώτοι σφαγιασθέντες πεθαίνουν αμέσως λόγω της πτώσεως. Μόλις ο πυθμένας γεμίζει με πτώματα, τα υπόλοιπα θύματα πέφτουν ημιθανή πάνω τους και αργοπεθαίνουν με φρικτό τρόπο. Διαρκώς, νέα πτώματα προστίθενται στον σωρό.
Η μεγάλη ανθρωποσφαγή διαρκεί τρεις ολόκληρες ημέρες. Ο απολογισμός θλιβερός: 1.000 Έλληνες πατριώτες, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, ρίχτηκαν στην «Πηγάδα». Αν υπολογίσουμε και άλλους 500 περίπου, που εδολοφονήθησαν σε άλλα σημεία, φθάνουμε στα 1.500 θύματα, βορά στις εγκληματικές ορέξεις των προφυλακών του πανσλαβισμού!
Αυτή είναι εν ολίγοις, αγαπητοί μου αναγνώστες, η ιστορία ενός πρωτοφανούς στην ελληνική ιστορία εγκλήματος των κομμουνιστών. Η Ελληνική Πολιτεία, έκανε το χρέος της έως το 1974. Μετά, η ετησία εκδήλωσις τιμής και μνήμης των αγρίως σφαγιασθέντων εθεωρήθη «γιορτή μίσους» και γίνεται χωρίς την παρουσία εκπροσώπων του κράτους και των κομμάτων του «κοινοβουλευτικοί τόξου». Ευτυχώς, χάρις εις την συνεχή παρουσία των αγωνιστών της Χρυσής Αυγής και των συγγενών των θυμάτων, το μνημόσυνο γίνεται κανονικά. Εφέτος, είναι μια ξεχωριστή χρονιά.
Επιτέλους, μετά από πολλά χρόνια εισήλθε στην βουλή ένα κόμμα ακραιφνώς εθνικιστικό και η ενισχυμένη παρουσία του θα δώσει άλλο χρώμα στην ετησία εκδήλωση του Μελιγαλά και θα αγαλλιάσουν οι ψυχές των υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσόντων. Γυρίζει σιγά-σιγά αγαπητοί μου ο τροχός, ξυπνά ο γίγας Ελληνισμός, κι εκεί που είχαμε απογοητευθεί πλήρως βλέπουμε ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό φως να φωτίζει το μέλλον της φιλτάτης πατρίδος μας. Είναι το φως της Χρυσής Αυγής του Ελληνισμού και είναι χρέος όλων μας να το ακολουθήσουμε!
(ΥΓ): Τις προάλλες, έλαβα ένα απειλητικό μήνυμα: «Στου πηγαδιού τον πάτο θα συναντήσεις τους προγόνους σου». Απαντώ: «Δεν σας φοβάμαι, κανείς δεν σας φοβάται πλέον, γιατί τώρα έχουμε την Χρυσή Αυγή. Κι από δω και πέρα, εσείς πρέπει να φοβάσθε»!
Γ. Δημητρακόπουλος
Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός
Π. Φάληρο – Αθήναι.